- ανέτοιμος
- -η, -ο (Α ἀνέτοιμος, -ον)αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροπαρασκεύαστος, απροετοίμαστος2. αυτός που δεν τελείωσε, δεν συντελέστηκε, ακάμωτοςαρχ.ανέφικτος, ακατόρθωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνέτοιμος — unready masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέτοιμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος: Ήμουνα ανέτοιμος να αντιμετωπίσω μια τέτοια κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνετοιμότερον — ἀνέτοιμος unready adverbial comp ἀνέτοιμος unready masc acc comp sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοιμότατον — ἀνέτοιμος unready masc acc superl sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμως — ἀνέτοιμος unready adverbial ἀνέτοιμος unready masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέτοιμον — ἀνέτοιμος unready masc/fem acc sg ἀνέτοιμος unready neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμοις — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμου — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμους — ἀνέτοιμος unready masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνετοίμων — ἀνέτοιμος unready masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)